Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
{vt}
1) ссылать, отправлять на поселение; насильно угонять
2) сбить с курса, пути (
о самолете, автомобиле
); сносить (
в сторону
)
3) смещать
voler
летать; лететь; пролетать/пролететь ; налетать, пролетать; перелетать/перелететь ;
cette hôtesse de l'air vole depuis 3 ans - эта стюардесса летает уже три года;
cet avion vole vers le Nord - этот самолёт летит на Север;
voler à tire d'aile - лететь как стрела;
le pilote a volé pendant 8 heures - лётчик пролетал [налетал] восемь часов;
nous volons au-dessus de la Baltique - мы пролетаем над Балтикой;
voler sans escale - совершить беспосадочный перелёт;
une flèche voler- а à ses oreilles - мимо него пролетела [просвистела] стрела;
le vent fait voler les feuilles mortes - ветер гоняет сухие листья;
voler au vent - развеваться ;
on entendrait voler une mouche - тихо: слышно, как муха пролетит;
voler de ses propres ailes - вставать/встать на ноги; становиться/стать самостоятельным;
voler en éclats - разлететься/разлететься на куски [вдребезги];
лететь; мчаться ;
voler au secours de qn - мчаться к кому-л. на помощь;
je vole chez toi - я лечу к тебе;
il lui a volé dans les plumes - он налетел (набросился) на него;
красть; воровать; тащить ; выкрадывать/выкрасть; угонять/угнать ; выхватывать/выхватить ;
il voler ait les fruits - он воровал фрукты;
je me suis fait voler ma valise - у меня украли чемодан;
attaquer une passante pour lui voler son sac - нападать/напасть на прохожую, чтобы выхватить у неё самочку;
on lui a volé sa voiture - у него угнали машину;
il m'a volé cette idée - он украл у меня эту идею;
обкрадывать/обокрасть; обворовывать/обворовать;
nous avons été volés - нас обокрали;
обокрасть; обирать/обобрать;
il vole les clients - он обкрадывает клиентов;
c'est trop cher, tu t'es fait voler - это слишком дорого, тебя обобрали [надули];
il ne l'a pas volé - он получил по заслугам; поделом ему
Ορισμός
угонять
1. несов. перех.
1) а) Уводить куда-л., гоня, подгоняя.
б) Заставлять удаляться от какого-л. места.
2) разг. Уводить, увозить, похитив (домашних животных, средства передвижения).
3) Заставлять удалиться; прогонять.
4) разг.-сниж. Посылать, отправлять куда-л. против желания.
2. сов. перех. разг.
Сильно утомить кого-л. гонкой.